ἁλιέων

ἁλιέων
ἁ̱λιέων , ἅλιος 1
of the sea
masc/fem gen pl (epic ionic)
ἅλιος 2
fruitless
masc/fem gen pl (epic ionic)
ἁλία
assembly of people
fem gen pl (epic ionic)
ἁλίη
fem gen pl (epic ionic)
ἁ̱λιέων , ἁλίζω 1
gather together
fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
ἁλίζω 2
salt
fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
ἁλιεύς
one who has to do with the sea
masc gen pl
ἁλιέω̆ν , ἁλιεύς
one who has to do with the sea
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἁλιέων — Ἁλίη fem gen pl (epic ionic) Ἁλιέαι fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • рыбный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. ἁλιέων, ἰχθηρός. ἰχθυϊκός) рыбацкий; относящийся к… …   Словарь церковнославянского языка

  • PISCIS — I. PISCIS Graecis dictus Νότιος, i. e. Australis, ut et Hygino in Poet. Astron. et Ciceroni in Arateis; Germanici Interpreti Magnus, qui de eo sic scribit. Piscis magnus, cuius nepotes dicuntur Pisces. qui in circulo Zodiaco constituti sunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κώμιον — κώμιον, τὸ (Α) [κώμη] μικρή κώμη («κώμιον ὑπὸ ἁλιέων συνοικούμενον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… …   Dictionary of Greek

  • μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… …   Dictionary of Greek

  • μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τυπαστήριον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν ἁλιέων στυμνίον». [ΕΤΥΜΟΛ. < τυπάζω + κατάλ. τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • Σβάλμπαρντ — Νορβηγικό νησιωτικό έδαφος στο Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, που αποτελείται από το αρχιπέλαγος των Σβάλμπαρντ και από το νησί των Άρκτων (Μπιαίρναιγια).Έχει έκταση 62 049,5 τ. χλμ. και πληθυσμό 2897 κάτ., κατά το μεγαλύτερο μέρος Νορβηγών και Ρώσων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”