Ἁλιέων — Ἁλίη fem gen pl (epic ionic) Ἁλιέαι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
рыбный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἁλιέων, ἰχθηρός. ἰχθυϊκός) рыбацкий; относящийся к… … Словарь церковнославянского языка
PISCIS — I. PISCIS Graecis dictus Νότιος, i. e. Australis, ut et Hygino in Poet. Astron. et Ciceroni in Arateis; Germanici Interpreti Magnus, qui de eo sic scribit. Piscis magnus, cuius nepotes dicuntur Pisces. qui in circulo Zodiaco constituti sunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
κώμιον — κώμιον, τὸ (Α) [κώμη] μικρή κώμη («κώμιον ὑπὸ ἁλιέων συνοικούμενον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… … Dictionary of Greek
μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… … Dictionary of Greek
μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… … Dictionary of Greek
τυπαστήριον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν ἁλιέων στυμνίον». [ΕΤΥΜΟΛ. < τυπάζω + κατάλ. τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριον)] … Dictionary of Greek
Σβάλμπαρντ — Νορβηγικό νησιωτικό έδαφος στο Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, που αποτελείται από το αρχιπέλαγος των Σβάλμπαρντ και από το νησί των Άρκτων (Μπιαίρναιγια).Έχει έκταση 62 049,5 τ. χλμ. και πληθυσμό 2897 κάτ., κατά το μεγαλύτερο μέρος Νορβηγών και Ρώσων.… … Dictionary of Greek